Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Πρύτανης ή διοικητής μονάδας;

Ποια μπορεί να είναι η τύχη μιας πρυτανικής αρχής σαν του Καποδιστριακού 
Παρακολουθώντας τις αποσπασματικές εικόνες από την επεισοδιακή απόπειρα συνεδρίασης της συγκλήτου του Καποδιστριακού, σκεφτόμουν ότι όσοι δείχνουν να ποντάρουν όλα τα υπάρχοντά τους στον νυν πρύτανη του πανεπιστημίου και στις μεθόδους του, καλά θα κάνουν να φανούν πιο συγκρατημένοι, γιατί το όχημα που επέλεξαν δεν φαίνεται να μπορεί να πάει μακριά φέρνοντας σε πέρας την αποστολή με την οποία το έχουν φορτώσει. Η οργίλη αντίδρασή του απέναντι σε σπουδαστές που οφείλει να διδάξει και με το παράδειγμά του, συνέχεια των αυταρχικών μεθόδων που επιχείρησε να εφαρμόσει τις προηγούμενες μέρες (με κλειδαριές και σεκιουριτάδες στις εισόδους κτιρίων του ιδρύματος), μεθόδους που ούτε η χούντα αποτόλμησε, δείχνει άνθρωπο που πιστεύει ότι...
το πανεπιστήμιο μπορεί να διοικηθεί από τις πρυτανικές αρχές περίπου όπως μια στρατιωτική μονάδα από τον διοικητή και τους αξιωματικούς της.

Το πανεπιστήμιο-στρατόπεδο

Ποιο είναι το κοινό στοιχείο στις τόσο ανόμοιες αυτές περιπτώσεις κατά τη διαφαινόμενη πρυτανική αντίληψη; Το ανθρώπινο υλικό που έχουν να διαχειριστούν, είναι ένα «ανεκπαίδευτο» σύνολο ανθρώπων, που χρειάζεται να διδαχθούν πειθαρχία και σεβασμό σε μια δεδομένη ιεραρχία. Μόνο έτσι, κατά την αντίληψή τους, μπορούν να «εκπαιδευτούν», ώστε να αποδειχθούν ικανοί να φέρουν τον τίτλο του μαθητή-στρατιώτη. Βασικός στόχος τους είναι να πειθαρχήσουν ένα σύνολο «κακομαθημένων πολιτών», κατά την προσφιλή στους εκπαιδευτές νεοσυλλέκτων έκφραση.

Από την αντίληψη αυτή έχει εξοβελιστεί η ιδέα του ακαδημαϊκού πολίτη, ιδέα που υπονοεί τη συνέχιση και στην πανεπιστημιακή ζωή της ιδιότητας του φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε πλήρως ισότιμη βάση, αν όχι από προνομιακή θέση, λόγω της ιδιότητας του νέου διανοούμενου εργαζόμενου, κατά το καταστατικό της ΕΦΕΕ. Και, βέβαια, έχει αποκλειστεί ως βλασφημία η προσφώνηση «κύριε συνάδελφε» εκ μέρους των διδασκόντων προς τους διδασκομένους. Μια προσφώνηση συνηθισμένη ακόμα και στην προδικτατορική εποχή, η οποία – τύποις πολύ συχνά – υποδείκνυε τη σχέση ισότητας ανάμεσα σε διδάσκοντες και διδασκόμενους μέσα σ’ ένα ίδρυμα που υπηρετεί επιστήμες. Δηλαδή, σ’ ένα χώρο όπου η ίδια η ιστορία των επιστημών και η επιστημονική πρακτική αποτρέπουν την επιβολή οποιασδήποτε αυθεντίας και επιβάλλουν την αμφισβήτηση ως θεμελιώδη αρχή ύπαρξης της επιστήμης και της γνωστικής διαδικασίας.

Όσο κι αν η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίηση του δημόσιου πανεπιστήμιου έχουν προχωρήσει σε βάθος, ήδη από την ψήφιση του διαβόητου νόμου Διαμαντοπούλου, η πρακτική του πρύτανη του Καποδιστριακού υπερβαίνει τα έως σήμερα εσκαμμένα: ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται ότι αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως πρωτοπόρου στην προσπάθεια επιβολής του νέου μοντέλου πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με ιεραποστολικό μένος, που χαρακτηρίζει συνήθως όσους έχουν ως κίνητρο την υπηρέτηση των σκοπών μιας αυταρχικής εξουσίας. Στην κατεύθυνσή του αυτή μάλλον δεν πρόκειται να παρουσιάσει παρεκκλίσεις, γιατί πηγή της έμπνευσής του δεν φαίνεται να είναι οι πραγματικές ανάγκες της πανεπιστημιακής κοινότητας, αλλά οι ανάγκες της πολιτικής εξουσίας, την οποία και συχνά-πυκνά επικαλείται για να αρύεται το όποιο κύρος και την όποια υλική ισχύ διεκδικεί. Μόνο που έτσι μοιάζει να ενεργεί ως εντεταλμένος της και όχι σαν εκλεγμένος πρώτος μεταξύ ίσων στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση
Δικαιούμαστε να μιλάμε κυρίως για υλική ισχύ, γιατί η ηθική νομιμοποίησή του, όπως και όσων πρυτάνεων εκλέχτηκαν με το νέο, βαθιά αντιδημοκρατικό σύστημα, έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα από τον ίδιο τον τρόπο εκλογής του: διά του εκ των προτέρων αποκλεισμού ισχυρών αντιπάλων διεκδικητών του τίτλου από το Συμβούλιο Ιδρύματος, που λειτουργεί ως αυθαίρετος επιλογέας πριν από εμάς για εμάς. Το οποίο, ας σημειωθεί, αποτελείται από ανθρώπους εκτός της συγκεκριμένης πανεπιστημιακής κοινότητας. Το κύρος του, δηλαδή, πηγάζει σε μεγάλο βαθμό εκτός αυτής. Δεν την έχει ανάγκη και την υπονομεύει. Έτσι, ένας τρόπος απομένει σε κάθε πρύτανη για να επικρατήσει, αν θέλει να είναι πιστός στο νόμο που «τον σώζει και του δίνει την αιτία»: να λειτουργεί σε διαρκή αντιπαράθεση με την κοινότητα αυτή, ιδίως απέναντι στους φοιτητές.

Μπορεί, όμως, έτσι να επιχειρήσει να υπερβεί δημιουργικά τις δυσκολίες και τις αντιθέσεις που αναπτύσσονται εκ των πραγμάτων σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, όπου βασική συνιστώσα είναι οι φοιτητές;

Επόπτης χωρίς εποπτεία

Αλλά ο νυν πρύτανης του Καποδιστριακού έχει ακόμη μία δυσκολία να δράσει χωρίς αυταρχισμό. Ενώ σε κάθε ευκαιρία επικαλείται τη νομιμότητα και καταγγέλλει τους παρανομούντες, ως πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της κακώνυμης ΝΕΡΙΤ παρακολουθούσε τα μέλη του εν λόγω συμβουλίου να παραιτούνται το ένα μετά το άλλο (Ζούλας, Χωμενίδης) απαθής και ατάραχος μπροστά στις ωμές κυβερνητικές παρεμβάσεις στη ΝΕΡΙΤ.

Όταν μάλιστα ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε ότι στον ίδιο δεν έγινε καμιά κυβερνητική παρέμβαση, καθότι δεν είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά του Εποπτικού. Τι εποπτεύει, άραγε, το περί ου ο λόγος συμβούλιο, αν δεν εποπτεύει την τήρηση της αρχής της ανεξαρτησίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης; Προφανώς προτιμά να εποπτεύει την τήρηση των εντολών της πολιτικής εξουσίας. Πράγμα που ταιριάζει και με την υπόθεση που κάναμε, ότι η ισχύς του πηγάζει από τις εντολές της εξουσίας αυτής.

Δεν είμαστε μάντεις, αλλά ένας τέτοιος πρύτανης, με αυτά τα προσόντα, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικό στήριγμα της αυταρχικής πολιτικής μιας κυβέρνησης. Το πιο πιθανό είναι να μείνει στην ιστορία ως ο πρύτανης που υπήρξε η αφορμή για την ανατροπή της.

Χ. Γεωργούλας από epohi